Επειδή στα χρόνια της τουρκοκρατίας η μονή χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο αγωνιστών της λευτεριάς, καταστράφηκε ολοσχερώς το 1854 –κατά την επανάσταση των Ραδοβυζινών– από τους Τούρκους και οικοδομήθηκε ξανά το 1867, όπως μας πληροφορεί ενεπίγραφη πλάκα εντειχισμένη στο τρίλοβο υπέρθυρο της νότιας εισόδου του ναού. Το ερειπωμένο ηγουμενείο κτίστηκε το 1879.
Ο ναός είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική με μικρό τρούλο ανατολικά και καταλήγει σε πεντάπλευρη αψίδα. Είναι πλακοσκέπαστος με απλή τοιχοποιία χωρίς διακόσμηση. Εξαίρεση αποτελούν, το τρίλοβο υπέρθυρο της νότιας εισόδου και κυρίως η αψίδα του ιερού, όπου υπάρχουν κάτω από το γείσο, γύρω-γύρω, εντειχισμένες λίθινες μετόπες με ανάγλυφες έξεργες παραστάσεις, άλλες απλά διακοσμητικές και άλλες «αφηγηματικές», αφού παριστάνουν σκηνές από τη ζωή και την ιστορία των ανθρώπων της περιοχής.
Εκείνο που έκανε ξακουστό αυτό το μοναστήρι δεν είναι η καλλιτεχνική του αξία, αλλά η ιστορία του. Σε αυτό έλαχε ο κλήρος να γίνει το λίκνο ενός από τους ενδοξότερους ήρωες της επανάστασης του 1821, «του γιου της καλόγριας» του Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Σώζεται μικρογκρεμισμένο το κελί (ένα καμαροσκέπαστο υπόγειο) όπου η καλόγρια Ζωή Ντιμισκή τον γέννησε το 1782. Για να αποφύγει το σκάνδαλο και την οργή των συγγενών της κατέφυγε με το παιδί της στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας, γεγονός που δημιούργησε την λανθασμένη άποψη ότι ο ήρωας γεννήθηκε εκεί.
Οι δάφνες ανήκουν στη Σκουληκαριά και στο άγνωστο μέχρι τότε μοναστήρι της του οποίου η σημασία έτσι προσλαμβάνει εθνικές διστάσεις.